- ἀγρομένους
- ἀγείρωgather togetheraor part mid masc acc pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιποιπνύω — Α (ποιητ. τ.) (το ενεργ. και το μέσ.) περικυκλώνω γρήγορα ή καταδιώκω κάποιον με μεγάλη ταχύτητα («θῶας ὑπερφιάλους ἔλαφον περιποιπνύεσθαι ἀγρομένους», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποιπνύω «υπηρετώ, θεραπεύω»] … Dictionary of Greek